Κείμενο απο τον Αλέξανδρο Πιστοφίδη από το PRESS-GR
Διαβάζοντας τυχαία ένα απόσπασμα από μια επιστολή του Πλήθωνα Γεμιστού προς τον Δεσπότη της Πελοποννήσου Θεόδωρο, που την έγραψε 38 χρόνια πριν την Αλωση της Πόλης, ένιωσα την ανάγκη να αναφερθώ στον μεγάλο αυτό άνδρα. Η εποχή του θυμίζει σε πολλά τη δική μας, όπου επικρατεί μια γενικότερη και δικαιολογημένη απαισιοδοξία και ανησυχία για το μέλλον μας.
Σε αυτήν την επιστολή γράφει: «Αν θέλεις να κάνεις αυτό που πρέπει, τότε δεν έχεις κανένα λόγο να δένεσαι με τις αποφάσεις των προγενέστερων ούτε με τα συμφέροντα του Α ή του Β. Οφείλεις να μην πάρεις υπόψη σου τίποτα άλλο εκτός από το κοινό συμφέρον… Μην ξεχνάς, πως δεν επιτρέπεται ούτε στα άτομα ούτε στους λαούς, ούτε στα κράτη να χάσουν την τελευταία τους ελπίδα. Οι δισταγμοί δεν έχουν θέση, όταν βλέπουμε μπροστά μας τον κίνδυνο. (αιεί δ΄αμβολιεργός ανήρ άτησι παλαίει)».
Ποιος ήταν ο άνδρας; Ο Πλήθων Γεώργιος Γεμιστός (1355-1452), ήταν φιλόσοφος, επαναστάτης, ριζοσπάστης πολιτικός και βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Όλοι έχουμε ακούσει στο σχολείο το όνομά του αλλά... ελάχιστοι για τη ζωή και το έργο του. Γεννήθηκε στη Σπάρτη και αργότερα, όταν οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών του οικουμενικού πατριαρχείου (που εξόντωσαν τον μαθητή του Ιουβενάλιο), εγκαταστάθηκε στο Δεσποτάτο του Μυστρά.
Ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού. Σε μια εποχή, που στο Βυζάντιο, το Έλλην ήταν ακόμη συνώνυμο του εθνικού-ειδωλολάτρη, ο Γεμιστός ανήκε στους λίγους που έλεγαν ότι είναι Έλληνες και όχι Ρωμιοί: «εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί». Ήταν κατά του μοναχισμού, που στην εποχή του αριθμούσε περί τις 500.000, λέγοντας: «ο άνθρωπος πρέπει να ζει με τους άλλους σαν ένα πολίτης και όχι σαν μοναχός». Τους μοναχούς τους θεωρούσε «ανόητους, που ζητούσαν την ευδαιμονία στη φτώχεια, την αγαμία, τη νηστεία, την ακαθαρσία, την αμάθεια και την αδράνεια.
Ένα σμήνος κηφήνων που τρεφόταν από το δημόσιο ταμείο». Στην αγιοσύνη αντέτασσε το αρχαίο κάλλος. Ζητούσε την ριζική λύση του αγροτικού ζητήματος και την απελευθέρωση του αγροτικού πληθυσμού. «Η γη ανήκει σε εκείνους που την καλλιεργούν και όχι σε εκείνους που έχουν τίτλους ιδιοκτησίας». Ζητούσε την κατάργηση των μισθοφόρων και τη δημιουργία ενός εθνικού στρατού. Ο ριζοσπαστισμός του φαίνεται από το γεγονός ότι ήταν κατά της θανατικής ποινής. «Αντί να σκοτώνουν τους καταδίκους καλύτερα να τους χρησιμοποιούν στην εκτέλεση δημοσίων έργων.»
Σε ένα από τα τελευταία έργα του, κατέληγε σε μια πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση, από την οποία θα προέκυπτε μια Πολιτεία βασισμένη σε μεταρρυθμισμένη εκδοχή του αρχαιοελληνικού πνεύματος, και στην οποία Πολιτεία οι άνθρωποι «κάλλιστα τε και άριστα βιώεν, και εις όσον οίον τε ευδαιμονέστατα». Μετά το θάνατό του, οι δεσπότες της Πελοποννήσου παρέδωσαν το χειρόγραφο στον εγκάθετο από τον Μωάμεθ Β τον Πορθητή της Πόλης Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος το έκαψε δημόσια, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό», που περιείχε υποτίθεται στις σελίδες του «τα σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Κάλεσε μάλιστα όσους κατέχουν αντίγραφα, να τα καταστρέψουν και αυτά.
Παρά ταύτα, έχουν σωθεί και δημοσιευτεί αρκετά αποσπάσματα του έργου αυτού. Ο Πλήθων πέθανε στη Σπάρτη ένα χρόνο πριν την άλωση. Οι περισσότεροι μαθητές του, ανάμεσα στους οποίους και ο Βησσαρίων, έφυγαν στην Ιταλία όπου συνέβαλαν σημαντικά στην λεγόμενη Αναγέννηση. Το 1465 Ιταλοί θαυμαστές του, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ναό των Μαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα: «για να βρίσκεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων».
Ο πιο διάσημος μαθητής του ο Βησσαρίων, δέκα χρόνια πριν την Άλωση έγραφε στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τότε Δεσπότη Πελοποννήσου: «Απόδωσε στο λαό την ελευθερία του και τα όπλα του. Κοίταξε να του αναπτερώσεις το φρόνημά του, είναι γενναίος, δεν του λείπει μήτε η ευγένεια της ψυχής, μήτε η σωματική ρώμη. Ότι τον έκανε να ξεπέσει, ότι τον κρατά έτσι αφοπλισμένο κι αγύμναστο είναι η απηνής φορολογία, η ωμότητα των εισπρακτόρων και η κρατήσασα του γένους μαλακία τε και βλακεία…»
Βλέποντας ο Βησσαρίων τις αλλαγές στην παραγωγή που είχαν ξεκινήσει στη δυτική Ευρώπη, καλούσε τον μετέπειτα αυτοκράτορα να στείλει μαθητές στην Ιταλία για να σπουδάσουν τις νέες τεχνικές. Ταυτόχρονα περιέγραφε δε τα τεχνικά έργα που συνάντησε στη Δύση: «... και τινάς εκλεξάμενος νέους ες Ιταλίαν πέμψαι, των τεχνών μαθησαμένους, τας αναγκαίας ... Ξύλα πρίζονται αυτομάτως, μύλωνες τάχιστα τε και ως ένεστιν οξύτατα κινούνται, οι τε φυσητήρες των εν χωνείαις και διακρίσεσι μετάλλων ασκοί εντεινόμενοί τε και ανιέμενοι, μηδεμιάς χειρός υπουργούσης ... Την δε ποίησιν του σιδήρου, ούτω μεν ούσαν χρήσιμον, ούτω δε αναγκαίαν ανθρώποις, ως άνευ αυτού μη τα πολεμικά, μη τα ειρηνικά τε και πολιτικά δύνασθαι καλώς έχειν, ενταύθα τις αν ευχερώς καταμάθοι ... Ου μην αλλά και την ναυπηγικήν, όση τε περί τας μικράς και τριήρεις, όση τε περί τας φορτηγούς και στρογγύλας καταγίνεται νήας, ων πλείστην εν Πελοποννήσω και καλλίστην έχετε ύλην ... Ταύτας τέτταρας τέχνας, άριστε δέσποτα, μηχανικήν, σιδηροποιητικήν, οπλοποιητικήν και ναυπηγικήν, ως αναγκαίας τε και χρησίμους ... » (Παν. Κανελλόπουλος: «Γεννήθηκα στο 1402»)
Ο Βησσαρίων περιγράφει, ως αδαής περί την Τεχνική, αλλά οξυδερκής παρατηρητής τα τεχνικά επιτεύγματα της δυτικής Ευρώπης και ομαδοποιεί τις χρήσιμες για τη βυζαντινή κοινωνία τεχνολογικές κατηγορίες, με την ελπίδα ότι είναι δυνατόν να ξεκινήσει μια εκπαιδευτική και παραγωγική αναγέννηση στον ελλαδικό χώρο, όπου το μορφωτικό επίπεδο είχε πέσει ακόμα περισσότερο και από εκείνο του 11ου αιώνα και φυσικά ήταν πολύ κατώτερο εκείνου της ύστερης Αρχαιότητας.
Την ίδια στιγμή όμως οι βυζαντινοί λόγιοι αυτής της παρακμιακής εποχής σκιαμαχούν περί αριστοτελισμού και πλατωνισμού, ενώ οι κοσμικές και εκκλησιαστικές ομάδες εξουσίας είχαν κλείσει συμμαχίες και συνεργασίες με τους επερχόμενους Οθωμανούς (Δ.Γ. Αποστολόπουλος: «Χαλίφης αυτοκράτορας- Ρωμιός πατριάρχης»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου