Είκοσι χρόνια μετά την τραγική διάλυση της Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, η νοσταλγία για τις παλιές μέρες ενισχύεται στις δημοκρατίες που τη διαδέχθηκαν. Από τη Σλοβενία μέχρι τα Σκόπια, ο «σύντροφος Τίτο» παραμένει ακόμη αντικείμενο λατρείας.
Την άνοιξη του 2011, το κόκκινο αστέρι των γιουγκοσλάβων παρτιζάνων έκανε την εμφάνισή του στα κέρματα του ευρώ. Η Σλοβενία, η πρώτη χώρα της πρώην Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της γιουγκοσλαβίας (ΟΣΔΓ) που εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση και, επίσης, η πρώτη από τα «νέα μέλη» του κύματος ένταξης του 2004 που υιοθέτησε το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, έδωσε στην κυκλοφορία το κέρμα των 2 ευρώ με την εικόνα του Φρανκ Ρόζμαν, του επονομαζόμενου Στάνε, φημισμένου παρτιζάνου διοικητή, ο οποίος πέθανε τον Νοέμβριο του 1944 κάτω από συνθήκες που παραμένουν αδιευκρίνιστες. Η πρωτοβουλία προκάλεσε την αγανάκτηση της σλοβενικής δεξιάς, αλλά το κέρμα αναζητούν ήδη μανιωδώς οι συλλέκτες και οι «νοσταλγοί της Γιουγκοσλαβίας», οι οποίοι παραμένουν πολλοί.
Η ΠΑΛΙΑ ΕΝΩΜΕΝΗ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ:
Στις 25 Μαΐου, πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι ο εορτασμός της «Stafeta» («πυρσός της νεολαίας»), με συμμετοχή πρωτόγνωρη για τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Από το πρωί, χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν μπροστά από το Σπίτι των Λουλουδιών, τη βίλα του Τίτο, όπου έχει ταφεί ο ισόβιος πρόεδρος, στο ακριβό προάστιο του Ντέντινιε. Το πλήθος, κρατώντας κόκκινα λάβαρα και σημαίες της σοσιαλιστικής πρώην Γιουγκοσλαβίας, περίμενε με ανυπομονησία την άφιξη της «Stafeta», η οποία φέτος ξεκίνησε από το Ούμαγκ της Ιστρίας, στη δυτική Κροατία. Η «Stafeta», η οποία καθιερώθηκε το 1945, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους τελετουργικούς εορτασμούς στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Η σκυταλοδρομία ξεκινούσε κάθε χρόνο από μια διαφορετική πόλη της ομοσπονδίας για να φτάσει στο Βελιγράδι στις 25 Μαΐου, ημέρα γενεθλίων του Τίτο, η οποία ανακηρύχθηκε «ημέρα της νεότητας». Ο πυρσός παραδινόταν στον στρατάρχη στο στάδιο του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού (JNA), κατά τη διάρκεια μεγαλοπρεπούς τελετής.
Μετά τον θάνατο του Τίτο, στις 4 Μαΐου 1980, η παράδοση συνεχίστηκε για μερικά χρόνια, πριν σταματήσει, το 1987. Ξανάρχισε πριν από τρία χρόνια, προκαλώντας όλο και μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Φέτος, στο Βελιγράδι, ανάμεσα στο ετερόκλητο πλήθος, υπήρχαν πολλοί βετεράνοι οι οποίοι εξηγούσαν ότι δεν είχαν χάσει ποτέ την άφιξη της «Stafeta», πολλά παιδιά που είχαν έρθει με τους γονείς ή τους παππούδες τους, αλλά και μεγάλος αριθμός εικοσάρηδων. Ελειπε μόνο η «ενδιάμεση γενιά» των 30-50 χρόνων, η οποία γνώρισε το τέλος της πρώην Γιουγκοσλαβίας και μεγάλωσε στα χρόνια της διάλυσης και του πολέμου.
Το πλήθος άκουσε με ευλάβεια ηχογραφημένους λόγους του Τίτο, πριν ο εγγονός του με το ίδιο ακριβώς ονοματεπώνυμο, Γιόζιπ Μπροζ, πάρει τον λόγο. Είναι ο επικεφαλής του νέου κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο δημιουργήθηκε πρόσφατα μετά τη συνένωση διαφόρων κομμουνιστικών οργανώσεων της Σερβίας. Εδωσε το έναυσμα για μακρές επευφημίες προς αντιπροσωπεία της πρεσβείας της Λιβύης, πριν διαβεβαιώσει ότι η ενιαία Γιουγκοσλαβία θα αναγεννηθεί από τις στάχτες της και ότι η Σερβία δεν πρόκειται ποτέ να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ -πραγματικά, η ενδεχόμενη ένταξη της χώρας στην Ατλαντική Συμμαχία είναι στην ημερήσια διάταξη, δώδεκα χρόνια μετά τους βομβαρδισμούς του 1999.
Το κόμμα του Μπροζ δεν έχει ακόμη συμμετάσχει σε εκλογές, αλλά οι οπαδοί του παραμένουν ανώνυμοι, ακριβώς όπως και τα μέλη της κεντρικής επιτροπής του κομμουνιστικού κόμματος της Κροατίας, η οποία οργάνωσε το ξεκίνημα της «Stafeta» από το Ούμαγκ. Το 2010, οι σημαντικότεροι εορτασμοί της «Stafeta» είχαν πραγματοποιηθεί στο Τίβατ του Μαυροβουνίου, σε λιγότερο πολιτικοποιημένη και πιο ελαφριά ατμόσφαιρα.
Και, πραγματικά, υπάρχει μεγάλο χάσμα ανάμεσα στη χαμηλή αξιοπιστία των οργανώσεων που δηλώνουν κληρονόμοι της παλαιάς Ενωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας (LCY) στις διάφορες δημοκρατίες και στο διάχυτο και πολύ πιο διαδεδομένο αίσθημα «γιουγκονοσταλγίας», ακόμη και «τιτοσταλγίας», κατά τον νεολογισμό του σλοβένου κοινωνιολόγου Μίτια Βελικόνια (1).
Μήπως πρόκειται για μια μάλλον πολιτιστική παρά πολιτική «μόδα»; Το εστιατόριο «Kaj Marsalot» («Στου στρατάρχη»), στα Σκόπια, θεωρείται πολύ σικ. Οι σερβιτόροι υποδέχονται τους πελάτες με στολή πιονιέρου, με κόκκινο φουλάρι γύρω από τον λαιμό, ενώ η αίθουσα είναι διακοσμημένη με φωτογραφίες του Τίτο. Αυτού του είδους τα καταστήματα, εστιατόρια ή καφέ, έχουν πολλαπλασιαστεί σε όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες. Μάλιστα, στο Σεράγεβο και στο Βελιγράδι υπάρχουν νυχτερινά μαγαζιά που έχουν στηρίξει τη φήμη τους σε αυτό το «στυλ Τίτο». Ο Βελικόνια καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η «φίρμα Τίτο» έχει γίνει προϊόν μάρκετινγκ, όπως η εικόνα του Τσε Γκεβάρα...
Επιπλέον, εξακολουθεί να υπάρχει μια «εικονική Γιουγκοσλαβία». Πολλές ιστοσελίδες συναγωνίζονται στην προσφορά φωτογραφιών, ηχητικών ή μαγνητοσκοπημένων ντοκουμέντων από εμφανίσεις του στρατάρχη ή από μεγάλες συγκεντρώσεις του καθεστώτος. Αρκούν μερικά κλικ για να λάβει κανείς το «διαβατήριο» της «Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας», το οποίο χορηγείται από πολλές ιστοσελίδες, όπως εκείνη του «γενικού προξενείου της ΟΣΔΓ» (2).
ΤΑ «ΣΕΡΒΟΚΡΟΑΤΙΚΑ»
Την ίδια «εικονική Γιουγκοσλαβία» ανιχνεύει κανείς και σε ορισμένους εξόριστους, όπως ο συγγραφέας Βέλιμπορ Κόλιτς, που κατάγεται από κροατική οικογένεια της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Εχοντας βρει καταφύγιο στη Βρετάνη από το 1993, αφού πολέμησε για να υπερασπιστεί τη χώρα του, ο Κόλιτς είναι άπατρις και απορρίπτει οποιονδήποτε άλλον «εθνικό» προσδιορισμό εκτός από εκείνον του «Γιουγκοσλάβου». Τα τελευταία βιβλία του τα έχει γράψει στα γαλλικά (3), τα προηγούμενα, όμως, τα είχε γράψει στα σερβοκροατικά, καθώς αρνείται να χαρακτηρίσει τη γλώσσα του κροατική ή βοσνιακή. Τα σερβοκροατικά ή κροατοσερβικά δεν υπάρχουν πια: έχουν αντικατασταθεί από τα κροατικά, τα βοσνιακά, τα μαυροβουνιακά και τα σερβικά, σύμφωνα με τις επίσημες ονομασίες στις αντίστοιχες δημοκρατίες. Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι, πάντως, συμφωνούν ότι πρόκειται για μία και μόνη γλώσσα, παρά την ύπαρξη τοπικών παραλλαγών στην προφορά ή το λεξιλόγιο. Επομένως, το να ισχυρίζεται κανείς σήμερα ότι μιλάει ή γράφει στα σερβοκροατικά αποτελεί πολιτική δήλωση, αφού οι ομιλητές έχουν αποκτήσει τη συνήθεια να παρακάμπτουν τον σκόπελο, χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως «η γλώσσα μας» ή ακόμη και «η μητρική μας γλώσσα».
Η ταινία «Cinema Komunisto» ήταν η μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία της χρονιάς στο Βελιγράδι. Το ντοκιμαντέρ πραγματεύεται την ιστορία του γιουγκοσλαβικού κινηματογράφου, αλλά και τη μανιώδη κινηματογραφοφιλία του Τίτο, ο οποίος φέρεται να είχε δει στη ζωή του οκτώ χιλιάδες ταινίες. Ο προσωπικός του υπεύθυνος προβολών διηγείται τις, συχνά απελπισμένες, προσπάθειές του να βρίσκει καινούρια ταινία κάθε βράδυ. Το ντοκιμαντέρ αναφέρεται στο πλήθος των μέσων που διατέθηκαν για τις μεγάλες επιτυχίες του γιουγκοσλαβικού κινηματογράφου -κυρίως των ταινιών για τον πόλεμο των παρτιζάνων (4) και για τον ίδιο τον Τίτο, ο οποίος είχε δεχθεί να τον ενσαρκώσει στη μεγάλη οθόνη ο Ρίτσαρντ Μπάρτον (5). Η ταινία, που έτυχε θριαμβευτικής υποδοχής σε κάθε προβολή της, είναι έργο μιας νέας σκηνοθέτριας, της Μίλα Τουράιλιτς, η οποία ήταν περίπου δέκα χρόνων όταν διαλύθηκε το ομοσπονδιακό κράτος.
Μπορεί, άραγε, να συγκροτηθεί μια τυπολογία της «νοσταλγίας για τη Γιουγκοσλαβία» κατά δημοκρατίες; Είναι οπωσδήποτε ισχυρότερη στις δημοκρατίες των οποίων η εθνική ταυτότητα εδραιώθηκε από τη γιουγκοσλαβική εμπειρία, όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η Δημοκρατία της Μακεδονίας ή ακόμα και η Σλοβενία. Πριν γίνουν ομόσπονδες δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας, το 1945, η Σλοβενία ή η Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν είχαν εμπειρία αυτόνομης κρατικής ύπαρξης. Η μακεδονική γλώσσα κωδικοποιήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και το τιτοϊκό καθεστώς επικύρωσε τη μακεδονική εθνική ταυτότητα, σε μεγάλο βαθμό για να προστατεύσει τη Μακεδονία από τις σερβικές και βουλγαρικές βλέψεις. Αλλωστε, οι εθνικιστές των δύο αυτών χωρών κατηγορούν τον Τίτο ότι «κατασκεύασε τη μακεδονική γλώσσα και τη μακεδονική εθνική ταυτότητα». Με τον ίδιο τρόπο, το γιουγκοσλαβικό καθεστώς αναγνώρισε και επικύρωσε την ιδιαίτερη ταυτότητα των βόσνιων μουσουλμάνων (6).
Ο σέρβος υπερεθνικιστής συγγραφέας Ντόμπριτσα Κόσιτς δανείζει στον χαρακτήρα ενός από τα μυθιστορήματά του την εξής σκέψη: «Η Γιουγκοσλαβία υπήρξε το μεγαλύτερο λάθος της Σερβίας». Στη σερβική ή κροατική εθνικιστική ρητορική, η γιουγκοσλαβική εμπειρία ήρθε να βάλει φρένο στις εθνικές βλέψεις των δύο λαών, ενώ ευνόησε την ανάδυση της μακεδονικής, της βοσνιακής και της σλοβενικής εθνικής ταυτότητας. Ετσι, τόσο στην Κροατία όσο και στη Σερβία, η «νοσταλγία για τη Γιουγκοσλαβία» παίρνει κυρίως τη μορφή αντίθεσης στον εθνικισμό, ενώ στις υπόλοιπες πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες μπορεί να λειτουργεί συμπληρωματικά στο εθνικό αίσθημα. Η εθνική καταγωγή του Τίτο αποτελεί ένα επιπρόσθετο δεδομένο διαφοροποίησης. Η γενέθλια πόλη του, το Κούμροβετς, στη δυτική Κροατία, όχι μακριά από τα σύνορα με τη Σλοβενία, έχει γίνει ξανά τόπος προσκυνήματος (7). Τη δεκαετία του 1990, όμως, ορισμένοι σέρβοι εθνικιστές δήλωναν χωρίς δυσκολία ότι τη Σερβία διοικούσε επί τριάντα πέντε χρόνια κάποιος που «δεν μιλούσε καν σερβικά», εννοώντας την προφορά του στρατάρχη.
ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΣΗ
Παρά τις διαφορές αυτές, η εξιδανίκευση της πάλαι ποτέ ομοσπονδίας εξαπλώνεται πια σε όλες τις δημοκρατίες που προέκυψαν από τη διάλυσή της. Μόνο η αλβανική μειονότητα -πλειοψηφία στο Κόσοβο και με σημαντικό ειδικό βάρος σε περιοχές της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και του Μαυροβουνίου- φαίνεται να αντιστέκεται στο κύμα «γιουγκονοσταλγίας» και «τιτοσταλγίας». Το γεγονός οφείλεται σε τουλάχιστον τρεις λόγους: τις μεγάλες περιόδους καταστολής που γνώρισε το Κόσοβο, το καθεστώς του ως απλής αυτόνομης επαρχίας και όχι ως ομόσπονδης δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και, τέλος, μια διαφορά συμβόλων και ταυτότητας: η Γιουγκοσλαβία ήταν η χώρα των «Σλάβων του Νότου», οι Αλβανοί, όμως, δεν είναι Σλάβοι.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να σκεφτεί κανείς ότι όλοι οι Αλβανοί εκφράζονται αρνητικά για το προηγούμενο καθεστώς. Το Πρέσεβο είναι μια αλβανική πόλη στη νότια Σερβία, μια φτωχή κοινότητα με ελάχιστους φυσικούς πόρους οι κάτοικοι της οποίας φεύγουν εδώ και δεκαετίες για να αναζητήσουν την τύχη τους σε άλλους ουρανούς. Κατά τη δεκαετία του 1950, οι μετακινήσεις κατευθύνονταν κυρίως προς το Βελιγράδι, αργότερα προς τις δυτικές χώρες. Ο κύριος Μπαϊρακτάρι δούλεψε πολλά χρόνια στα εργοτάξια του Βελιγραδίου, πριν μεταναστεύσει στο Βέλγιο, όπου συμμετείχε ενεργά στις ενώσεις των γιουγκοσλάβων εργατών. Εχοντας επιστρέψει για να περάσει ήσυχα τα χρόνια της σύνταξής του, εκφράζει έναν αδιάλλακτο αλβανικό εθνικισμό, παραμένοντας, όμως, φανατικός οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου. Με μερικούς από τους φίλους του, καλλιεργεί το πάθος του πολύ διακριτικά, σχεδόν σε συνθήκες ημιπαρανομίας. Η δημόσια υποστήριξη του Ερυθρού Αστέρα θα σήμαινε δήλωση «σερβικής ταυτότητας», αλλά ο Μπαϊρακτάρι εκμυστηρεύεται: «Το Βελιγράδι, η Γιουγκοσλαβία και ο Ερυθρός Αστέρας ήταν τα νιάτα μου». Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αρκετές δεκάδες χιλιάδες Αλβανοί ζούσαν στο Βελιγράδι, χωρίς να συναντούν ιδιαίτερες δυσκολίες. Η άνοδος του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στην εξουσία τους υποχρέωσε να εγκαταλείψουν τη σερβική πρωτεύουσα, για την οποία όλοι εκδηλώνουν έντονη νοσταλγία.
Πότε και γιατί έπαψε η ΟΣΔΓ να υπάρχει; Στα τέλη του περασμένου Μαΐου, σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι συμμετείχαν υψηλόβαθμα στελέχη της πρώην Γιουγκοσλαβίας, μετά από πρόσκληση της επιτροπής σέρβων βετεράνων του εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου. Η παλαιά κομμουνίστρια ηγέτιδα της Σλοβενίας Σόνια Λόκαρ, η οποία είχε αφήσει κλαίγοντας την αίθουσα του 14ου και τελευταίου συνεδρίου της Ενωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας, τον Ιανουάριο του 1990, αναγνώρισε ότι οι ηγέτες της εποχής «είχαν πιαστεί στον ύπνο», ότι δεν είχαν «κανένα όραμα για το μέλλον». Ο Βόσνιος Ραΐφ Ντιζντάρεβιτς, προτελευταίος πρόεδρος της συλλογικής προεδρίας της ομοσπονδίας (8), προέβη, με τη σειρά του, στην εκτίμηση ότι η διάλυση οφειλόταν στις εσωτερικές δυσλειτουργίες της ομοσπονδίας και όχι στους «εξωτερικούς εχθρούς», στους οποίους αναφέρθηκαν άλλοι ομιλητές.
Σε ανάλυση που δημοσίευσε το σερβικό εβδομαδιαίο περιοδικό «Vreme», ο Ντέγιαν Γιόβιτς, πολιτειολόγος και σύμβουλος του σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργού της Κροατίας, Ιβο Γιοσίποβιτς, επανατοποθετεί τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στο πλαίσιο της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων (9). Μολονότι ο γιουγκοσλαβικός σοσιαλισμός θεωρούνταν «διαφορετικός», σαρώθηκε από το παλιρροϊκό κύμα που ξεκίνησε με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ
Η γιουγκοσλαβική ιδέα -δηλαδή η ιδέα μιας ένωσης των σλαβικών λαών του Νότου- σφυρηλατήθηκε τον 19ο αιώνα από κροάτες διανοούμενους. Επομένως, δεν συνδέεται κατ' ανάγκην με τη σοσιαλιστική εφαρμογή της τον επόμενο αιώνα. Ωστόσο, τουλάχιστον σε επίπεδο συμβόλων, οι αναφορές στην τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία συνδέονται με τις μνήμες ενός «παλιού καλού καιρού», όπου ο αυτοδιαχειριστικός σοσιαλισμός εγγυούνταν σε όλους μια σχετική ευημερία, σε αντίθεση με τη βία και την κοινωνική σκληρότητα της μακρόχρονης περιόδου της «μετάβασης». Η «νοσταλγία για τη Γιουγκοσλαβία» παρουσιάζεται, μάλιστα, και ως εναλλακτική στην ευρωπαϊκή ένταξη, προς την οποία, θεωρητικά, βαδίζουν όλες οι χώρες της περιοχής. «Γιατί μας μιλάνε τόσο για την ένταξη στην Ευρώπη; Η Ευρώπη έπρεπε να ενταχθεί στη Γιουγκοσλαβία, όταν ο Τίτο ήταν ακόμα ζωντανός» δηλώνει με αυτοπεποίθηση ένας τούρκος κουρέας στο παλιό παζάρι των Σκοπίων.
Οι «νοσταλγοί της Γιουγκοσλαβίας» βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της διαμάχης για τη μνήμη, η οποία συνεχίζεται σε όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες. Αλλοτε, κάθε δημοκρατία είχε ανακηρύξει επίσημη εορτή την επέτειο του «πρώτου αντιφασιστικού ξεσηκωμού»: 7 Ιουλίου 1941 στη Σερβία, 13 Ιουλίου στο Μαυροβούνιο, 27 Ιουλίου στην Κροατία κ.λπ. Οι ημερομηνίες αυτές δεν είναι πλέον αργίες -με εξαίρεση το Μαυροβούνιο, όπου η 13η Ιουλίου συμπίπτει και με την επέτειο της πρώτης αναγνώρισης της ανεξαρτησίας της χώρας, το 1878, στη σύνοδο του Βερολίνου, γεγονός που επιτρέπει μια «πολυσήμαντη» ανάγνωση της ημερομηνίας.
Στην Κροατία, η 27η Ιουλίου σβήστηκε από το ημερολόγιο των επίσημων εορτών ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Εορταζόταν ως ημέρα μνήμης της επίθεσης που είχε δεχθεί το μικρό χωριό Σερμπ, μια κοινότητα με σερβική πλειοψηφία στην Κράινα, από πολιτοφυλακές του καθεστώτος των δωσίλογων Ουστάσι -το οποίο ακόμη εξυμνείται από τους πιο εθνικιστικούς κύκλους της κροατικής δεξιάς. Ωστόσο, στις 27 Ιουλίου του 2010, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Κροατίας, Γιοσίποβιτς, παρέστη στις εκδηλώσεις μνήμης που οργάνωσαν στο Σερμπ οι ενώσεις αντιφασιστών βετεράνων και το Σερβικό Εθνικό Συμβούλιο της Κροατίας, κάτω από τις αποδοκιμασίες μερικών εκατοντάδων εθνικιστών αντι-διαδηλωτών. Ο στόχος ήταν διπλός: ο Γιοσίποβιτς επεδίωκε να εγγράψει συμβολικά τη σημερινή Κροατία σε μια αντιφασιστική συνέχεια, προχωρώντας, παράλληλα, και σε μια ισχυρή χειρονομία απέναντι στη σερβική μειονότητα της χώρας (10).
Στη Σερβία, στις 7 Ιουλίου 2011, η εβδομηκοστή επέτειος του ξεσηκωμού του 1941 προκάλεσε πολλές συζητήσεις, καθώς και ζωηρές αντιπαραθέσεις (11). Στις 7 Ιουλίου 1941, ένας παλαιός κομμουνιστής μαχητής του πολέμου της Ισπανίας, ο Ζίκιτσα Γιοβάνοβιτς Σπάνατς, σκότωσε δύο χωροφύλακες της σερβικής κυβέρνησης δωσιλόγων. Επομένως, για ορισμένους πολέμιους του κομμουνισμού, η χειρονομία αυτή δεν ήταν πράξη αντίστασης στον γερμανό κατακτητή αλλά «αδελφοκτονία». Στην πραγματικότητα, η διαμάχη των ιστορικών ανάγεται στην ανάλυση των δύο κινημάτων αντίστασης στη Σερβία: τους παρτιζάνους με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους Τσέτνικ του στρατηγού Ντράζα Μιχαΐλοβιτς, πιστούς στη σερβική μοναρχία. Στη γιουγκοσλαβική περίοδο, οι Τσέτνικ αποτέλεσαν αντικείμενο περιφρόνησης όσο και οι Ουστάσι, λόγω της διολίσθησης του κινήματός τους στη συνεργασία με τους κατακτητές. Αυτή η παρεκτροπή, όμως, καθυστερημένη και διαφορετική από περιοχή σε περιοχή, ήταν μια απάντηση στο στρατιωτικό πλεονέκτημα που είχαν αποκτήσει οι παρτιζάνοι (12).
Μετά την πτώση του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, το 2000, η 7η Ιουλίου έπαψε να είναι αργία στη Σερβία, ενώ τα σχολικά εγχειρίδια μεταχειρίζονται πλέον ισότιμα Τσέτνικ και παρτιζάνους. Νόμος του 2004 εγγυάται στους Τσέτνικ ίσα δικαιώματα κατοχύρωσης σύνταξης (13). Ο κοινωνιολόγος Γιόβο Μπάκιτς θεωρεί ότι η Σερβία ακολούθησε «την τάση που υπάρχει σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, όπου σοσιαλισμός και φασισμός εξομοιώθηκαν», εκτιμώντας, όμως, ότι το κύμα αντικομμουνισμού ίσως φθάνει στο τέλος του.
«ΓΙΟΥΓΚΟΣΦΑΙΡΑ»
Μπορεί, άραγε, η νοσταλγία να γίνει παράγοντας πολιτικής αλλαγής; Εδώ και μερικά χρόνια, πολύς λόγος γίνεται για την ανάπτυξη μιας «γιουγκόσφαιρας». Η πατρότητα της έκφρασης ανήκει στον βρετανό δημοσιογράφο Τιμ Τζούντα. Υποδηλώνει την αναθέρμανση των δεσμών κάθε είδους -οικονομικών, πολιτικών ή πολιτιστικών- μεταξύ των πρώην γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών. Σε αυστηρά πολιτικό επίπεδο, οι σχέσεις βρίσκονται, πράγματι, σε φάση εξομάλυνσης ανάμεσα στους παλαιούς εμπόλεμους, με τους σημερινούς προέδρους Σερβίας και Κροατίας, Μπόρις Τάντιτς και Ιβο Γιοσίποβιτς αντίστοιχα, να έχουν επιταχύνει αισθητά τη σχετική διαδικασία τα δύο τελευταία χρόνια. Οι εμπορικές συναλλαγές, χωρίς να είναι αμελητέες, παραμένουν περιορισμένες λόγω της αρκετά χαμηλής συμπληρωματικότητας των διαφόρων οικονομιών και του μαζικού ανοίγματός τους στις εισαγωγές, ιδιαίτερα τις ευρωπαϊκές. Στο πολιτιστικό επίπεδο, αντίθετα, οι δεσμοί ποτέ δεν διερράγησαν, ακόμη και στα χρόνια του πολέμου, τουλάχιστον μεταξύ των καλλιτεχνών και των διανοούμενων που αντιστέκονταν στον εθνικισμό. Από τα συνέδρια μέχρι τα φεστιβάλ, στις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες ή αλλού στην Ευρώπη, οι ευκαιρίες συνάντησης δεν έλειψαν.
Στα τέλη Ιουνίου, στο βιβλιοπωλείο Κάρβερ της Ποντγκόριτσα, στο Μαυροβούνιο, ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ συγκέντρωσε πολλές δεκάδες συγγραφείς, δημοσιογράφους και εκδότες από όλες τις «μεταγιουγκοσλαβικές» δημοκρατίες.
Η... ΠΕΡΙΟΧΗ
Οι συζητήσεις περιστράφηκαν γύρω από την ταυτότητα της «περιοχής», σύμφωνα με τον ουδέτερο όρο που χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, ακόμη και τα Βαλκάνια, αυτή τη γεωγραφική σύλληψη με τα αβέβαια σύνορα, που αποτελεί, και η ίδια, αντικείμενο πολλών αντιπαραθέσεων (14). Ο Νέναντ Πόποβιτς, διευθυντής των φημισμένων εκδόσεων Durieux του Ζάγκρεμπ, στο τέλος ξέσπασε: «Μια περιοχή αποτελεί μέρος ενός κράτους, αλλά εμείς δεν έχουμε πια κοινό κράτος!» Από την άλλη πλευρά, πώς να ονομάσει κανείς αυτό το «μεταγιουγκοσλαβικό» σύμπαν, που μοιράζεται τις ίδιες ιστορικές μνήμες, γελάει με τα ίδια ανέκδοτα και, σε μεγάλο βαθμό, μιλάει την ίδια γλώσσα;
Κάθε χρόνο, χιλιάδες περιπατητές συναντιούνται στη Δημοκρατία της Μακεδονίας για να ανέβουν το όρος Τίτο, στην οροσειρά Σαρ, το ψηλότερο σε ολόκληρη την ΟΣΔΓ. Οι πεζοπόροι διαβεβαιώνουν χωρίς δυσκολία ότι τα κίνητρά τους δεν είναι πολιτικά, εκδηλώνοντας, ταυτόχρονα, τη χαρά τους που μπορούν «να συναντήσουν τόσους ανθρώπους από όλες τις δημοκρατίες (15)». Μεταξύ κροατών, βόσνιων, σέρβων και μαυροβούνιων περιπατητών δεν υπάρχει κανένα γλωσσικό εμπόδιο, ακόμη κι αν οι νεότεροι Μακεδόνες ή Σλοβένοι μερικές φορές δυσκολεύονται λίγο να μιλήσουν τα σερβοκροατικά, τα οποία δεν έμαθαν στο σχολείο. Στην πραγματικότητα, στις απόκρημνες πλαγιές της Σαρ ξαναδημιουργείται μια «koine», μια πολιτιστική κοινότητα Σλάβων του Νότου, μακριά από οποιαδήποτε πολιτική διεκδίκηση.
(1) Mitja Velikonja, «Titostalgija. Studija nostalgije po Josipu Brozu», Mirovni Institut, Λιουμπλιάνα, 2009.
(2) www.konzulatsfrj.com
(3) Κυρίως το τελευταίο βιβλίο του, «Jesus et Tito» (Gaia, Montfort-en-Chalosse, 2010), αναφορά σε μια «ευτυχισμένη γιουγκοσλαβική νεολαία» και ενθουσιώδης φόρος τιμής στο κράτος που διαλύθηκε.
(4) Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι, με επικεφαλής τον Τίτο, μάχονταν από τη μία πλευρά εναντίον των γερμανών, ιταλών και βούλγαρων κατακτητών και, από την άλλη, εναντίον των Κροατών Ουστάσι, συνεργατών των ναζί, και των Τσέτνικ, σέρβων μοναρχικών εθνικιστών, οι οποίοι στην αρχή συμμετείχαν στην αντίσταση αλλά σταδιακά γλίστρησαν προς τη συνεργασία με τους κατακτητές. Από το 1943, οι παρτιζάνοι έλαβαν βρετανική βοήθεια και απελευθέρωσαν μόνοι τους το μεγαλύτερο μέρος του γιουγκοσλαβικού εδάφους.
(5) «La Cinquieme Offensive (Sutjeska»), σε σκηνοθεσία Στίπε Ντέλιτς (1973).
(6) Η μουσουλμανική εθνική ταυτότητα αναγνωρίστηκε το 1971. Υπήρχαν, λοιπόν, οι Μουσουλμάνοι (με την εθνική έννοια), σε αντιδιαστολή με τους μουσουλμάνους (τους πιστούς στο Ισλάμ). Η ορολογία άλλαξε μετά την ανεξαρτησία της Βοσνίας: τώρα πια, η διάκριση γίνεται μεταξύ Βοσνιάκων (Bosniaks-σλάβοι μουσουλμάνοι) και Βοσνίων (Bosnians-το σύνολο των κατοίκων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης).
(7) Βλ. Drazen Nemet, «Josip Broz Tito, mort et survie en Croatie», στο Daniel Baric, Jacques Le Rider και Drago Roksandic (διευθ.), «Memoire et histoire en Europe centrale et orientale», Presses universitaires de Rennes, 2010.
(8) Μετά τον θάνατο του Τίτο, το ανώτατο όργανο διοίκησης της ομοσπονδίας ήταν συλλογική προεδρία με οκτώ μέλη (από τις έξι ομόσπονδες δημοκρατίες και τις δύο αυτόνομες επαρχίες). Η προεδρία του οκταμελούς οργάνου ήταν κυκλική, με το κάθε μέλος να την ασκεί για ένα έτος.
(9) «Vreme», Βελιγράδι, 23 Ιουνίου 2011.
(10) Βλ. «Croatie: commemorations du soulevement antifasciste de Srb», «Le Courrier des Balkans», 27 Ιουλίου 2010.
(11) Βλ. τον φάκελο του περιοδικού «Vreme»: «Zasto Srbjia nema antifasciste praznik?» («Γιατί η Σερβία δεν έχει αντιφασιστική εορτή;»), 7 Ιουλίου 2011.
(12) Το βιβλίο του Roland Vasic, «Mihailovic entre revolution et restauration: Yougoslavie 1941-1946», L'Harmattan, Παρίσι, 2009, πρσφέρει μια πολύ ισορροπημένη ανάλυση του συγκεκριμένου κινήματος.
(13) Βλ. Sonja Drobac, «Serbie : egalite pour les anciens partisans et les anciens tchetniks de la seconde guerre mondiale», «Le Courrier des Balkans», 10 Ιανουαρίου 2005.
(14) Maria Todorova, «Imaginaire des Balkans», γαλλική μετάφραση από τα αγγλικά της Rachel Boyssou, Editions de l'EHESS, Παρίσι, 2011.
(15) Βλ. Beatrice Andre, «Macedoine: toute la Yougoslavie se retrouve au sommet du mont Tito», «Le Courrier des Balkans», 4 Ιουνίου 2009.
* Αρχισυντάκτης του ιστότοπου «Le Courrier des Balkans». Πιο πρόσφατο βιβλίο του (μαζί με τον Laurent Geslin): «Voyage au pays des Gorani (Balkans, debut du XXIe siecle)», Cartouche, Παρίσι, 2010.
Γνωρίζω καλά αυτη τη χώρα, Οσα λλένε οι νοσταλγοι του ΤΙΤΟ είναι αληθειες. η χωρα βρισκόταν σε ακμη ( δηλαδη ολες οι χωρες που προεκυψαν μετα τη διαλυση της γιουγκοσλαβιας) μετα τη διαλυση της γιουγκοσλαβιας η ιστορια αρχισε να επαναλαμβανετε . ολα θυμιζαν εποχες βαλκανικών, εμφυλίων, και παγκοσμίων πολέμων. Ολο και περισσότεροι τωρα αναγνωρίζουν την αξια του Τιτο . μπορει να μην συνεφερε την ελλάδα αλλα για την χωρα του ( γιουγκοσλαβια ) ηταν ο καλυτερος.
ΑπάντησηΔιαγραφή