Οι ΗΠΑ δεν παραιτούνται από το κυνήγι των φοροφυγάδων. Ερευνούν εξονυχιστικά τα στοιχεία που τους παρέδωσαν οι ελβετικές τράπεζες, ακόμη και αν κάποιοι έκλεισαν
λογαριασμούς και
μετέφεραν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε άλλους φορολογικούς παραδείσους, όπως αναφέρεται σε αναλυτικό δημοσίευμα του Bloomberg.
Από το 2009, δεκάδες χιλιάδες φορολογούμενοι είχαν συναινέσει με τους όρους φορολογικής αμνηστίας που είχαν προσφέρει οι αμερικανικές φορολογικές αρχές, φοβούμενοι ακόμη και για τη φυλάκισή τους.
Κάποιοι, όμως, μετέφεραν την περιουσία τους σε άλλους φορολογικούς παραδείσους, όπως είναι η Σιγκαπούρη ή το Χονγκ Κονγκ. Σήμερα, ωστόσο, το υπουργείο Δικαιοσύνης διερευνά όλα τα στοιχεία που παρέδωσαν οι ελβετικές τράπεζες για Αμερικανούς πελάτες, οι οποίοι είναι ύποπτοι για φοροδιαφυγή επί σειρά ετών. Υπόλογοι στη Δικαιοσύνη θα είναι, επίσης, εταιρείες και μεσάζοντες που βοήθησαν στην απόκρυψη και στη μεταφορά χρημάτων από φοροφυγάδες.
Το αμείλικτο κυνήγι κατά της φοροδιαφυγής στις ΗΠΑ άρχισε το 2009, με την Ουάσιγκτον να ασκεί ασφυκτικές πιέσεις στην UBS για να παραδώσει στοιχεία Αμερικανών πελατών της. Υπήρξαν συγκρούσεις με τη Βέρνη, η οποία επικαλούνταν το τραπεζικό απόρρητο για να προστατεύσει τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, που είναι μία από τις «βαριές» βιομηχανίες στην οικονομία της. Ομως, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης δεν άφησε πολλά περιθώρια για ελιγμούς στη Βέρνη, με το επιχείρημα ότι η φοροδιαφυγή στις ΗΠΑ είναι ποινικό αδίκημα.
Ογδόντα ελβετικές τράπεζες συμβιβάστηκαν με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, προκειμένου να αποφύγουν την άσκηση ποινικών διώξεων, με την κατηγορία παροχής υπηρεσιών σε φοροφυγάδες. Τον Ιούλιο του 2014 νομοθετήθηκε η FATCA, η οποία περιλαμβάνει τους Κανόνες για τη Φορολογική Συμμόρφωση που ισχύουν για όλα τα ελβετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Οι δικαστικές αρχές επικεντρώνονται σε αυτούς που μετέφεραν κρυφά τα περιουσιακά στοιχεία τους σε άλλους προορισμούς πριν από τη FACTA. Βέβαια, το εγχείρημα αυτό δεν είναι εύκολο, δεδομένου ότι οι λογαριασμοί είναι αριθμημένοι. Εντούτοις, ο Μαρκ Μάθιους, δικηγόρος στη νομική εταιρεία Caplin & Drydale, δηλώνει ότι ολοένα και περισσότεροι πελάτες του καλούνται από το υπουργείο Δικαιοσύνης για να απολογηθούν. «Είναι προφανές πως το υπουργείο Δικαιοσύνης διερευνά εξονυχιστικά τα στοιχεία που παρέδωσαν οι ελβετικές τράπεζες», προσθέτει ο ίδιος.
Είναι άγνωστο αν, προς το παρόν, έχουν απαγγελθεί κατηγορίες εις βάρος κάποιου. Οι έρευνες αυτές αφορούν τους πολίτες που «προσπαθούν να παραμείνουν στη σκιά και είναι καθήκον μας να τους εντοπίσουμε», σχολιάζει μία από τους εισαγγελείς δίωξης οικονομικού εγκλήματος, η Νανέτ Ντέιβις.
Οι λογαριασμοί είναι αριθμημένοι και ανώνυμοι, εκτός κι αν συναινέσει ο πελάτης για την αποκάλυψη της ταυτότητάς του. Ομως οι τράπεζες έχουν παραδώσει στοιχεία για τα χρηματικά ποσά που κινήθηκαν από κάθε λογαριασμό την περίοδο 2008-2014, τις ημερομηνίες που ανοίχθηκαν και έκλεισαν οι λογαριασμοί αυτοί και το ύψος του μέγιστου ποσού στον καθέναν από αυτούς. Αυτά τα στοιχεία μπορεί να φανούν χρήσιμα αν συνδυαστούν με άλλες πληροφορίες, σχολιάζουν οι ειδικοί.
Όλοι οι καταθέτες αφήνουν ίχνη
Οι Αρχές έχουν συγκεντρώσει ένα «τσουνάμι στοιχείων» που αφορούν Αμερικανούς οι οποίοι μετακίνησαν κρυφά κεφάλαια από την Ελβετία σε άλλους φορολογικούς παραδείσους, σχολιάζει ο Ρόμπερτ Πάνοφ, εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος στο Μαϊάμι. «Ονόματα, ημερομηνίες, δικηγόροι, τοποθεσίες, λογιστές, διαχειριστές κεφαλαίων. Είναι όλα εκεί», προσθέτει ο ίδιος, αναφερόμενος σε πρόσθετα στοιχεία που παρέδωσαν ελβετικές τράπεζες για την περίοδο 2008-13 για να αποφύγουν την επιβολή σοβαρών κυρώσεων από τις ΗΠΑ. «Οποιοι δεν έχουν εντοπιστεί ακόμη είναι επειδή η κυβέρνηση δεν διαθέτει επαρκές προσωπικό για να τους εντοπίσει.»
Τα πρόστιμα ανήλθαν μόνον σε 1,37 δισ. δολάρια για τις 80 ελβετικές τράπεζες που τέθηκαν στο μικροσκόπιο του υπουργείου Δικαιοσύνης. Υπολογίζεται πως διαχειρίζονταν συνολικά 50 δισ. δολάρια που ανήκαν σε Αμερικανούς πολίτες από το 2008 μέχρι το 2013, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Περίπου 10 δισ. δολάρια είχε καταφέρει να αντλήσει το αμερικανικό Δημόσιο από Πρόγραμμα Εθελοντικής Αναφοράς Υπεράκτιων Περιουσιακών Στοιχείων, βάσει του οποίου προσφερόταν φορολογική αμνηστία στους φοροφυγάδες που δήλωναν αναδρομικά την κινητή περιουσία τους. Από το 2014, η FACTA αναγκάζει τις ελβετικές τράπεζες να παραδίδουν λεπτομερή στοιχεία για Αμερικανούς πελάτες προκειμένου να διευκολύνεται η διασταύρωση φορολογικών πληροφοριών. Αξίζει, δε, να σημειωθεί πως οι συμφωνίες ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ έχουν ως πρότυπο τη FACTA.
λογαριασμούς και
μετέφεραν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε άλλους φορολογικούς παραδείσους, όπως αναφέρεται σε αναλυτικό δημοσίευμα του Bloomberg.
Από το 2009, δεκάδες χιλιάδες φορολογούμενοι είχαν συναινέσει με τους όρους φορολογικής αμνηστίας που είχαν προσφέρει οι αμερικανικές φορολογικές αρχές, φοβούμενοι ακόμη και για τη φυλάκισή τους.
Κάποιοι, όμως, μετέφεραν την περιουσία τους σε άλλους φορολογικούς παραδείσους, όπως είναι η Σιγκαπούρη ή το Χονγκ Κονγκ. Σήμερα, ωστόσο, το υπουργείο Δικαιοσύνης διερευνά όλα τα στοιχεία που παρέδωσαν οι ελβετικές τράπεζες για Αμερικανούς πελάτες, οι οποίοι είναι ύποπτοι για φοροδιαφυγή επί σειρά ετών. Υπόλογοι στη Δικαιοσύνη θα είναι, επίσης, εταιρείες και μεσάζοντες που βοήθησαν στην απόκρυψη και στη μεταφορά χρημάτων από φοροφυγάδες.
Το αμείλικτο κυνήγι κατά της φοροδιαφυγής στις ΗΠΑ άρχισε το 2009, με την Ουάσιγκτον να ασκεί ασφυκτικές πιέσεις στην UBS για να παραδώσει στοιχεία Αμερικανών πελατών της. Υπήρξαν συγκρούσεις με τη Βέρνη, η οποία επικαλούνταν το τραπεζικό απόρρητο για να προστατεύσει τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, που είναι μία από τις «βαριές» βιομηχανίες στην οικονομία της. Ομως, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης δεν άφησε πολλά περιθώρια για ελιγμούς στη Βέρνη, με το επιχείρημα ότι η φοροδιαφυγή στις ΗΠΑ είναι ποινικό αδίκημα.
Ογδόντα ελβετικές τράπεζες συμβιβάστηκαν με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, προκειμένου να αποφύγουν την άσκηση ποινικών διώξεων, με την κατηγορία παροχής υπηρεσιών σε φοροφυγάδες. Τον Ιούλιο του 2014 νομοθετήθηκε η FATCA, η οποία περιλαμβάνει τους Κανόνες για τη Φορολογική Συμμόρφωση που ισχύουν για όλα τα ελβετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Οι δικαστικές αρχές επικεντρώνονται σε αυτούς που μετέφεραν κρυφά τα περιουσιακά στοιχεία τους σε άλλους προορισμούς πριν από τη FACTA. Βέβαια, το εγχείρημα αυτό δεν είναι εύκολο, δεδομένου ότι οι λογαριασμοί είναι αριθμημένοι. Εντούτοις, ο Μαρκ Μάθιους, δικηγόρος στη νομική εταιρεία Caplin & Drydale, δηλώνει ότι ολοένα και περισσότεροι πελάτες του καλούνται από το υπουργείο Δικαιοσύνης για να απολογηθούν. «Είναι προφανές πως το υπουργείο Δικαιοσύνης διερευνά εξονυχιστικά τα στοιχεία που παρέδωσαν οι ελβετικές τράπεζες», προσθέτει ο ίδιος.
Είναι άγνωστο αν, προς το παρόν, έχουν απαγγελθεί κατηγορίες εις βάρος κάποιου. Οι έρευνες αυτές αφορούν τους πολίτες που «προσπαθούν να παραμείνουν στη σκιά και είναι καθήκον μας να τους εντοπίσουμε», σχολιάζει μία από τους εισαγγελείς δίωξης οικονομικού εγκλήματος, η Νανέτ Ντέιβις.
Οι λογαριασμοί είναι αριθμημένοι και ανώνυμοι, εκτός κι αν συναινέσει ο πελάτης για την αποκάλυψη της ταυτότητάς του. Ομως οι τράπεζες έχουν παραδώσει στοιχεία για τα χρηματικά ποσά που κινήθηκαν από κάθε λογαριασμό την περίοδο 2008-2014, τις ημερομηνίες που ανοίχθηκαν και έκλεισαν οι λογαριασμοί αυτοί και το ύψος του μέγιστου ποσού στον καθέναν από αυτούς. Αυτά τα στοιχεία μπορεί να φανούν χρήσιμα αν συνδυαστούν με άλλες πληροφορίες, σχολιάζουν οι ειδικοί.
Όλοι οι καταθέτες αφήνουν ίχνη
Οι Αρχές έχουν συγκεντρώσει ένα «τσουνάμι στοιχείων» που αφορούν Αμερικανούς οι οποίοι μετακίνησαν κρυφά κεφάλαια από την Ελβετία σε άλλους φορολογικούς παραδείσους, σχολιάζει ο Ρόμπερτ Πάνοφ, εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος στο Μαϊάμι. «Ονόματα, ημερομηνίες, δικηγόροι, τοποθεσίες, λογιστές, διαχειριστές κεφαλαίων. Είναι όλα εκεί», προσθέτει ο ίδιος, αναφερόμενος σε πρόσθετα στοιχεία που παρέδωσαν ελβετικές τράπεζες για την περίοδο 2008-13 για να αποφύγουν την επιβολή σοβαρών κυρώσεων από τις ΗΠΑ. «Οποιοι δεν έχουν εντοπιστεί ακόμη είναι επειδή η κυβέρνηση δεν διαθέτει επαρκές προσωπικό για να τους εντοπίσει.»
Τα πρόστιμα ανήλθαν μόνον σε 1,37 δισ. δολάρια για τις 80 ελβετικές τράπεζες που τέθηκαν στο μικροσκόπιο του υπουργείου Δικαιοσύνης. Υπολογίζεται πως διαχειρίζονταν συνολικά 50 δισ. δολάρια που ανήκαν σε Αμερικανούς πολίτες από το 2008 μέχρι το 2013, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Περίπου 10 δισ. δολάρια είχε καταφέρει να αντλήσει το αμερικανικό Δημόσιο από Πρόγραμμα Εθελοντικής Αναφοράς Υπεράκτιων Περιουσιακών Στοιχείων, βάσει του οποίου προσφερόταν φορολογική αμνηστία στους φοροφυγάδες που δήλωναν αναδρομικά την κινητή περιουσία τους. Από το 2014, η FACTA αναγκάζει τις ελβετικές τράπεζες να παραδίδουν λεπτομερή στοιχεία για Αμερικανούς πελάτες προκειμένου να διευκολύνεται η διασταύρωση φορολογικών πληροφοριών. Αξίζει, δε, να σημειωθεί πως οι συμφωνίες ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ έχουν ως πρότυπο τη FACTA.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου